το τοπιο τησ ζυθοποιιασ στην ελληνικη αγορΑ





27.12.2020, του Μιχάλη Μεσαναγρενού



Τα τελευταία χρόνια τόσο στην παγκόσμια αγορά όσο και στον ελλαδικό χώρο η εικόνα της ζυθοποιίας αλλάζει με γοργούς ρυθμούς. Η τρέχουσα κατάσταση σχετικά με την επιδημία του Covid-19 απλά έχει επιβραδύνει τον ρυθμό εξέλιξης και όλοι ελπίζουμε αυτό να αποτελέσει μια κακή παράνθεση στην ιστορία του ανθρώπινου γένους και πολύ σύντομα να επανέλθουμε στον φυσιολογικό τρόπο ζωής γεγονός που θα επιφέρει ξανά μια ισορροπία και κατ'επέκταση οι ζυθοποιίες να αρχίσουν πάλι να σχεδιάζουν εκ νέου τα πλάνα ανάπτυξης τους.

Τα δεδομένα της Ελληνικής αγοράς που είναι διαθέσιμα αυτή τη στιγμή είναι για το έτος 2018 και για αυτά τα δεδομένα θα μιλήσουμε στο παρόν άρθρο.





Η μπίρα είναι το ποτό με την μεγαλύτερη κατανάλωση παγκοσμίως. Η τεχνολογία της ζυθοποιίας συνεχώς βελτιώνεται και όλο και περισσότεροι λάτρεις της μπίρας προσπαθούν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους δημιουργώντας την δική τους μπίρα που ευελπιστούν να αποκτήσουν ένα μερίδιο αγοράς και να καταξιωθούν στον χώρο αυτό. Η τάση αυτή οδήγησε σε μια "έκρηξη" των μικρών ζυθοποιείων τα οποία παρήγαγαν craft μπίρες, προσφέροντας στον καταναλωτή μια εναλλακτική επιλογή από την μέχρι τότε μοναδική επιλογή των μεγάλων ζυθοποιίων. Η μόδα αυτή εξαπλώθηκε γρήγορα και φυσικό επακόλουθο ήταν να φθάσει, έστω και καθυστερημένα και στην Ελλάδα.

Αξίζει να σημειωθεί πως το 2012 στην Ελλάδα είχαμε 18 μικροζυθοποιίες, το 2015 φθάσαμε στις 28, το 2018 ανεβήκαμε στις 46 και αυτή τη στιγμή εν έτη 2020 έχουμε ξεπεράσει τις 60 μικροζυθοποιίες.

Βέβαια, αν και οι ζυθοποιίες αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς στην Ελλάδα, παρατηρούμε ότι η ετήσια κατανάλωση μπίρας εγχώρια παραμένει σχεδόν σταθερή. Μερικοί δείκτες επιβεβαιώνουν αυτή την παραδοχή. Το 2012 στην Ελλάδα είχαμε 3.945.000 HL κατανάλωση, το 2015 είμασταν στα 3.845.000 HL και το 2018 στα 3.849.000 HL. Αυτή φυσικά η σταθερή έως και μικρή μείωση της κατανάλωσης ίσως να οφείλεται και στον οικονομικό στραγγαλισμό που δέχθηκαν οι Έλληνες λόγω των μνημονίων και των αυστηρών φόρων που εφαρμόστηκαν με αποτέλεσμα την μείωση των εσόδων τους που αυτόματα είχε άμεσο αντίκτυπο και στις πωλήσεις της μπίρας. Η κατανάλωση επομένως της μπίρας στην Ελλάδα κατά κεφαλήν παραμένει σταθερή και ισούται με 36 L/κεφαλή.

Αυτό που προσωπικά βλέπω να αλλάζει είναι ότι όλο και περισσότεροι καταναλωτές αρχίζουν να επιλέγουν διαφορετικές από τις καθιερωμένες μπίρες και έτσι να εμφανίζονται πλέον περισσότερες ελληνικές ετικέτες μπίρας προσφέροντας στον καταναλωτή την δυνατότητα να γευθεί μπίρες που μέχρι πρότεινως δεν ήξερε και δεν γνώριζε.

Η τάση αυτή έχει οδηγήσει αυθόρμητα και στην εμφάνιση των οικιακών ζυθοποιών αλλά και των brewpubs, των pubs δηλαδή που παράγουν ταυτόχρονα την δική τους μπίρας.

Ένα άλλο σημαντκό στοιχείο που προκύπτει από τα στατιστικά δεδομένα είναι τα σημεία κατανάλωσης της μπίρας. Για να μπορέσουν οι αναλυτές να μελετήσουν τα δεδομένα και μέσα από αυτά να αναπτύξουν πλάνα δράσης για την ανάπτυξη της μπίρας, κατηγοριοποίησαν την αγορά σε on trade και off trade, εννοώντας στην on trade αγορά τα σημεία της επί τόπου κατανάλωσης όπως bars, pubs, clubs, εστιατόρια κλπ ενώ αντίθετα στα off trade κανάλια συγκαταλλέγονται τα supermarkets, mini markets, κάβες κλπ όπου η κατανάλωση γίνεται εκτός του σημείου πώλησης.

Στην Ελλάδα κυριαρχεί η On trade αγορά με 61% ενώ η off trade με 39%. Το μεγάλο ποσοστό στην on trade αγορά είναι από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Εξετάζοντας αυτά τα δεδομένα και για τις άλλες χώρες αυτό που συμπεραίνω είναι πως λόγω της τουριστικής κίνησης και της μεγαλύτερης καλοκαιρινής περιόδου αρκετός κόσμος επισκέπτεται τα κέντρα εστίασης αυξάνοντας και την κατανάλωση μπίρας. Στην αντίπερα όχθη, οι σκανδιναβικές χώρες έχουν μια αντίθετη εικόνα όπου η off trade κατανάλωση υπερισχύει της on trade. Ένα άλλο στοιχείο είναι ότι οι Έλληνες συνδυάζουν αρκετά την μπίρα με το φαγητό ενώ στις Βόρειες χώρες η μπίρα θεωρείται ένα ποτό που μπορεί κανείς να το απολαύσει στο σπίτι ακόμα και τον χειμώνα.